- παραπαφίσκω
- παρᾰπᾰφίσκω, only in [tense] aor. 2 παρήπᾰφον, [dialect] Ep. for παραπατάω,A mislead,
παρά μ' ἤπαφε δαίμων Od.14.488
, cf. Theoc.27.12, APl.5.361 ;μολπῇσι π. πέτρας Orph.A.704
; cajole, δῶρα καὶ θεοὺς π. Trag.Adesp. 434 : c. inf., induce to do a thing by craft or fraud,Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Il.14.360
, cf. A.R.2.952.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.